κέντρωμα — το ατος 1. κεντιά, τσίμπημα: Είναι κέντρωμα από μέλισσα. 2. μπόλιασμα: Αυτά τα δέντρα θέλουν κέντρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντρωμάδα — η 1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα 2. το μέρος τού δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. άδα, πρβλ. ασκημ άδα, χαραμ άδα] … Dictionary of Greek
αμπελομιξία — ἀμπελομιξία, η (Α) ανάμιξη κλημάτων, ενοφθαλμισμός, κέντρωμα τών κλημάτων τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + μιξία < μίξις < μείγνυμι] … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
φύλλιασμα — και φέλλιασμα, το, Ν [φυλλιάζω / φελλιάζω] εμβολιασμός, κέντρωμα δένδρων … Dictionary of Greek
ενοφθαλμισμός — ο 1. (για φυτά), το κέντρωμα, μπόλιασμα, το μπόλι, η μεταμόσχευση. 2. (ιατρ.), η εισαγωγή μικροβίου στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου για θεραπευτικούς ή πειραματικούς σκοπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέλιασμα — το, ατος 1. το να φελιάζεις (βλ. λ.), το να προσθέτεις με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, το ρέλιασμα: Τελείωσα το φέλιασμα του γιακά. 2. ταινία υφάσματος ραμμένη στα άκρα φορέματος, μάτισμα, ματισιά, τσόντα: Στο μανίκι έβαλα μπλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)